σφυρίζω

σφυρίζω
και σφυρώ και ως ασυναίρ. σφυράω Ν
1. εκβάλλω οξύ, διαπεραστικό ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή με τα δάχτυλα στο στόμα ή με ένα κατάλληλο όργανο, συρίζω
2. ειδοποιώ, ανακοινώνω, δίνω σύνθημα με σφύριγμα (α. «όταν περνάς έξω από το σπίτι μου, σφύρα μου να βγω» β. «το βαπόρι σφύριξε για τρίτη φορά και σήκωσε άγκυρα» γ. «ο διαιτητής σφύριξε και ο αγώνας άρχισε»)
3. εκτελώ μουσικό σκοπό, ερμηνεύω μελωδία με σφύριγμα από τα χείλη («άρχισε να σφυρίζει σιγανά ένα παλιό τραγουδάκι»)
4. (κατ' επέκτ.) παράγω δυνατό και ενοχλητικό ήχο (α. «ο άνεμος σφύριζε δυνατά» β. «η μηχανή χάλασε και σφυρίζει»)
5. μτφ. α) δίνω πληροφορίες σε κάποιον με κρυφό και επιτήδειο τρόπο («δεν ήξερε την απάντηση και κάποιος συμμαθητής τού τήν σφύριξε»)
β) αποδοκιμάζω με σφυρίγματα
6. φρ. α) «τού σφύριξε στ' αφτί» — τού έδωσε μια αδιευκρίνιστη είδηση ή τού έκανε μια ανακοίνωση με αόριστο τρόπο
β) «σφυρίζουν τ' αφτιά μου» — βουίζουν τ' αφτιά μου
γ) «σφυρίζω χαστούκι» ή «σφυρίζω μπάτσο» ή «σφυρίζω μία...» — ραπίζω δυνατά και ξαφνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σφυρίζω έχει σχηματιστεί από το αρχ. συρίζω, ενώ ελάχιστα πιθανή είναι η άποψη ότι προέρχεται από τη λ. σφυρί. Ο τ. σφυράω κατά τα νεοασυναίρετα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σφυρίζω — σφυρίζω, σφύριξα βλ. πίν. 23 και πρβλ. σφυράω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σφυρίζω — σφύριξα, σφυρίχτηκα 1. βγάζω σφύριγμα. 2. πληροφορώ με τρόπο κάποιον: Κάποιος μου τα σφύριξε. 3. χλευάζω, αποδοκιμάζω έντονα: Σφυρίχτηκε άγρια μόλις εμφανίστηκε στη σκηνή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διασυρίζω — και διασυρίττω (Α) 1. σφυρίζω 2. (για άνεμο) φυσάω, σφυρίζω («καὶ ἐποίησε τὸ μέσον τῆς καμίνου ὡς πνεῡμα δρόσου διασυρίζον») 3. διαδίδω κάτι με ψιθύρους («τὸ τῆς φήμης πτερὸν τὴν ὕβριν ἀπαντᾱ ἢ διασυρίττει») 4. λαχανιάζω …   Dictionary of Greek

  • περισυρίττω — Μ σφυρίζω ολόγυρα, προς όλες τις κατευθύνσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + συρίττω, αττ. τ. τού συρίζω «παίζω τη σύριγγα, σφυρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • σίζω — ΝΑ εκβάλλω συριστικό ήχο, κάνω σσσ..., σαν τον ήχο που παράγεται όταν θερμό μέταλλο και, γενικά, πυρωμένο σώμα βυθίζεται σε κρύο νερό ή επίσης σαν τον ήχο που παράγεται κατά το σβήσιμο τής φωτιάς νεοελλ. 1. επιβάλλω σιωπή εκφέροντας συνεχώς τον… …   Dictionary of Greek

  • συρίζω — (I) και συρίττω ΝΜΑ, και σουρίζω και σουρώ, άω, Ν, και δωρ. τ. συρίσδω Α [σῡριγξ, σύριγγος] 1. παράγω οξύ ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή μέσα σε κατάλληλο όργανο, σφυρίζω 2. (γενικά) εκβάλλω οξύ ήχο (α. «ο άνεμος εσύριζεν εις την οπήν τού… …   Dictionary of Greek

  • σφύριγμα — το, Ν [σφυρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σφυρίζω, το να εκβάλλει κανείς οξύ, διαπεραστικό ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή με ένα κατάλληλο όργανο, σύριγμα 2. συνεκδ. ο οξύς, διαπεραστικός ήχος που παράγεται όταν σφυρίζει κάποιος 3 …   Dictionary of Greek

  • Giorgos Mouzakis — Giorgos Muzakis (Greek: Γιώργος Μουζάκης, Athens, 15 August 1922 27 August 2005) was a prominent Greek composer and musician of light popular music. Career Born in Metaxourgeio, Mouzakis performed first as a trumpeter in 1938, recording his first …   Wikipedia

  • άδω — (Α ᾄδω, ιωνικός και ποιητικός τύπος ἀείδω) τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ μσν. 1. λέω 2. (για τον άνεμο) ηχώ, σφυρίζω αρχ. 1. (για ζώα) βγάζω τον χαρακτηριστικό ήχο ή κραυγή 2. (για ήχους) ηχώ, κτυπώ 3. συναγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 4. τραγουδώ σε …   Dictionary of Greek

  • ανεμοσουρίζω — (γιά άνεμο) πνέω σφοδρά και με βουητό. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνεμος + σουρίζω < σφυρίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”